- ἐπήδα
- ἐπήδᾱ , πηδάωleapimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπήδας — ἐπήδᾱς , πηδάω leap imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάλλιος — (Μ μάλλιος και μάλλιο και μάλλιον) επίρρ. 1. μάλλον, περισσότερο 2. καλύτερα, σωστότερα 3. αντιθέτως («λύπηση το βασιλιό να χει κιαμιά δεν είδα, μάλλιος το θρόνον τ άφηκε, κ εκ τη χαράν τ επήδα», Ερωφ.) 4. επί πλέον, ακόμη και («τη συντροφιά σου… … Dictionary of Greek
πηδώ — πηδῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παδώ Α 1. τινάζομαι ψηλά, μετακινούμαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. τραγούδι β. «υψόσε ποσσὶν ἐπήδα», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ με άλμα πάνω από κάτι (α. «πήδησα το χαντάκι» β.… … Dictionary of Greek